- βαρυχειμωνιά
- ηχειμώνας με πολύ κρύο και παγωνιά, σκληρός: Το λουλούδι δε θ’ αντέξει στη βαρυχειμωνιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρυχειμωνιά — η και βαρυχείμωνο, το (Μ βαρυχειμωνία) βαρύς χειμώνας … Dictionary of Greek
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
χειμάζομαι — ΝΑ, και ενεργ. τ. χειμάζω και χιμάζω Α [χεῑμα] παθ. 1. υφίσταμαι τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα 2. μτφ. δοκιμάζομαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι αρχ. 1. ενεργ. α) εκθέτω κάτι στο ψύχος τού χειμώνα β) (κυρίως για θεό) εγείρω θύελλα,… … Dictionary of Greek
χειμέριος — α, ο / χειμέριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χειμέριος Α ο χειμερινός νεοελλ. φρ. α) «χειμέρια νάρκη» βιολ. κατάσταση μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα… … Dictionary of Greek
χειμαίνω — Α [χεῑμα] 1. εκθέτω κάτι στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα, χειμάζω* 2. (αμτβ.) (για θάλασσα) είμαι φουρτουνιασμένος («θάλασσα... ἄγρια χειμήνασσα», Ανθ. Παλ.) 3. (ως τριτοπρόσ.) χειμαίνει κάνει βαρυχειμωνιά 4. μτφ. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο 1. η ψυχρότερη εποχή του έτους που έρχεται μετά το φθινόπωρο. 2. ψυχρός καιρός, βαρυχειμωνιά: Είχε πολύ χειμώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)